- κηπάδιον
- κηπάδιον, τό, a kind of vine (?), PFlor.148.14 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηπάδιον — κηπάδιον, τὸ (Α) πάπ. ποικιλία αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. ζυγ άδιον, τετρ άδιον)] … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek